- ωφελιμιστής
- ο , ωφελιμίστρια η сторонни|к, -ца практической пользы, утилитарист, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωφελιμιστής — ο, θηλ. ωφελιμίστρια, Ν 1. οπαδός τής θεωρίας τού ωφελιμισμού 2. (γενικά) αυτός που επιδιώκει το προσωπικό του ώφελος, το προσωπικό του συμφέρον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωφέλιμος + ιστής*] … Dictionary of Greek
ωφελιμιστής — ο θηλ. ωφελιμίστρια 1. ο οπαδός του ωφελιμισμού. 2. αυτός που επιδιώκει το υλικό συμφέρον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρησιμοθήρας — ο, Ν 1. αυτός που επιζητεί μόνον ό,τι είναι χρήσιμο στον εαυτό του 2. ο οπαδός τής θεωρίας τής χρησιμοθηρίας, ωφελιμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
ωφελιμιστικός — ή, ό, Ν [ωφελιμιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωφελιμισμό ή στον ωφελιμιστή … Dictionary of Greek
χρησιμοθήρας — ο 1. αυτός που επιδιώκει το χρήσιμο. 2. ωφελιμιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)